φιλοστοργίαν

φιλοστοργίαν
φιλοστοργίᾱν , φιλοστοργία
tender love
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επιφυτεύω — ἐπιφυτεύω (Α) φυτεύω πάνω σε κάτι ή πάνω από κάτι (α. «κἀπιφορήσεις τῆς γῆς πολλήν, κἀπιφυτεύσεις ἕρπυλλον ἄνω καὶ μύρον ἐπιχεῑς», Αριστοφ. β. «ἑπτὰ κυοφορίαις τὴν πρὸς αὐτὰς ἐπιφυτευομένην φιλοστοργίαν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φυτεύω (<… …   Dictionary of Greek

  • σπλάγχνο — το / σπλάγχνον, ΝΜΑ, και σπλάχνο Ν και σπλάγχανον Α 1. συν. στον πληθ. τα σπλάγχνα α) τα όργανα τού σώματος που βρίσκονται μέσα στις μεγάλες κοιλότητες τού οργανισμού, στην κρανιακή, στη θωρακική, στην κοιλιακή και στην πυελική β) τα σωθικά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”